- αντιφεύγω
- ἀντιφεύγω (Α)εξορίζομαι για να τιμωρηθώ επειδή εξόρισα άδικα κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιφεύγει — ἀντιφεύγω flee pres ind mp 2nd sg ἀντιφεύγω flee pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek